- τσακίρικος
- η , ο голубой (о глазах)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τσακίρικος — η, ο, Ν [τσακίρης] (για μάτι) γαλανός και, κατ επέκταση, ελκυστικός … Dictionary of Greek
τσακίρικος — η, ο που έχει γαλανά μάτια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσακιρός — ή, ό, Ν τσακίρικος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού τσακίρης, κατά τα επίθ. σε ος] … Dictionary of Greek